Αξιολόγηση και διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση

Στον κόσμο, γενικότερα και στην Ε.Ε. ειδικότερα, πάρα πολλές χώρες επαναπροσδιορίζουν τους στόχους των εκπαιδευτικών τους συστημάτων, βελτιώνουν και επαναξιολογούν τις εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές τους διαδικασίες, επενδύουν στην ποιότητα των εισροών και εκροών τους, εις τρόπον ώστε να έχουν την δυνατότητα να ανταπεξέρχονται στον ανταγωνισμό και να δίνουν ένα ηχηρό και δυναμικό παρών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

 

Σ΄αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με:

α) το μοντέλο της « εκπαίδευσης ως παραγωγή», δηλαδή, αν και εφόσον και υπό ποιες προϋποθέσεις τα ¨προϊόντα¨ (εκροές) που παράγονται (εκπαιδευτικά-μαθησιακά αποτελέσματα) κατόπιν διασφαλισμένων ως προς την ποιότητα εισροών (οικονομικοί πόροι, εξοπλισμοί, κτιριακές υποδομές κ.α.), είναι εξ ίσου ποιοτικά και ανταγωνιστικά &

β) την αμφίδρομη σχέση και την αλληλεπίδραση μεταξύ των εκπαιδευτικών πολιτικών με τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονται στις σύγχρονες κοινωνίες.

α) Ήταν ο Αμερικανός φυσικός W. Deming, ο δημιουργός της καινοτόμου διοικητικής φιλοσοφίας με κανόνες Ολικής Ποιότητας που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε παραγωγικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας. Αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής ήταν, η αύξηση της παραγωγικότητας όσο και της ποιότητας των τελικών προϊόντων.

Με τις βελτιώσεις που εισήχθησαν, κατόπιν, η διοικητική αυτή φιλοσοφία πέρασε από το χώρο των επιχειρήσεων στα εκπαιδευτικά μοντέλα.

Σύμφωνα με τον Ζαβλανό (2004), όλοι οι υπεύθυνοι σήμερα για την εκπαίδευση στην Αμερική, στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη, προτείνουν τα σχολεία να χρησιμοποιήσουν τις αρχές της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας ως ένα μέσο για την αναδιοργάνωση τους. Θεωρούν ότι η φιλοσοφία αυτή αποτελεί το μόνο εκσυγχρονιστικό μέσο για τη λειτουργία των σχολείων, είναι μια καινοτομία, ένας μονόδρομος.

- Οι εκπαιδευτικοί Οργανισμοί ως αυτοτελείς Οργανισμοί με διοικητική οργάνωση στα πλαίσια των οποίων καλούνται να συντονιστούν ανθρώπινοι πόροι και εξοπλισμός για την επίτευξη ενός σκοπού παραγωγής, ¨οδήγησαν¨ τον Ιορδανίδη να συμπεράνει:

«…τα σχολεία δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά είναι σημαντικό να καθορίσουν ποιού είδους Οργανισμοί είναι έτσι ώστε να μπορούν να χειριστούν την συνθετότητά τους….» (1998:136).

Σήμερα, η νέα φιλοσοφία της Δ.Ολ.Π. έχει ενσωματωθεί στην κουλτούρα κάθε οργανισμού. Κι αυτό γιατί οι επιχειρήσεις έχουν διαπιστώσει ότι το κόστος διόρθωσης ενός ελαττωματικού προϊόντος κοστίζει το ίδιο ή και περισσότερο από το να παράγεις από την αρχή ένα ποιοτικό προϊόν.

Είναι πολλά τα παραδείγματα επιχειρήσεων και οργανισμών που κέρδισαν το χαμένο μερίδιο της αγοράς μετά την εισαγωγή και την υιοθέτηση των αρχών της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας. Αυτά τα παραδείγματα ενισχύουν το επιχείρημα ότι το μοντέλο «εκπαίδευση ως παραγωγή» μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα με πολλούς αποδέκτες, όπως:

  • Κεντρική κυβέρνηση (ως προς το μέγεθος των σχολείων).
  • Πλαίσιο-πεδίο επιμόρφωσης εκπαιδευτικών (επιμορφωτικά εργαλεία αποτελεσματικής διδασκαλίας).
  • Τοπικές εκπ/κές αρχές (συμμετοχή και συνεργασία στο πλαίσιο και στην κατεύθυνση αποτελεσματικών σχολείων).
  • Επαγγελματικές & συνδικαλιστικές ενώσεις Εκπαιδευτικών.
  • Διευθυντές εκπαιδευτικών μονάδων (ηγετικός ρόλος Δ/ντών).
  • Σχολικές επιτροπές (συμμετοχή στα εκπαιδευτικά δρώμενα της τοπικής αυτοδιοίκησης).

- Εστιάζοντας σε δεύτερο επίπεδο την ανάλυσή μας στο πεδίο της Δια Βίου Μάθησης -ως εργαλείου εξόδου από την σημερινή κρίση και αντλώντας πληροφορίες από τα προγράμματα αρχικής και συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Εκπαίδευσης & Κατάρτισης - διαπιστώνουμε ότι, συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης και αντιπροσωπεύει εκείνες τις διαδικασίες-πόρους (εισροές) που γίνονται ¨γέφυρα¨ για την ένταξη των εκροών του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της κοινωνίας.

Ωστόσο, επειδή σημείο αναφοράς της είναι το σύνολο των πολιτών, έχει ως κύριο και αποκλειστικό στόχο τον κοινωνικό εκδημοκρατισμό, την διαμόρφωση δηλαδή, ενεργών και ενημερωμένων πολιτών, ικανών να ανταποκριθούν στον μετασχηματισμό της Εκπαίδευσης, από υπηρέτη της πολιτικοοικονομικής εξουσίας και προνόμιο των λίγων, σε δημόσιο αγαθό που απευθύνεται στους πολλούς.

Έτσι λοιπόν, μας βρίσκει σύμφωνους η τοποθέτηση ότι το μοντέλο «εκπαίδευση ως παραγωγή» περνάει μέσα από στρατηγικά πλαίσια και δείκτες ενός ενιαίου και αντιπροσωπευτικού ως προς τις διαδικασίες και την αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικού συστήματος και που τυγχάνει εφαρμογής σε πολλές χώρες του κόσμου. Το παραπάνω πλαίσιο αντιλαμβάνεται την ποιότητα ως το παραγόμενο αποτέλεσμα κατόπιν της εφαρμογής κριτηρίων επί όλων των συνιστωσών της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που έχουν σχέση με:

  • παροχή εκπαίδευσης (δομές, προγράμματα, εποπτικό & διδακτικό υλικό, εκπαιδευτικοί)
  • διαδικασίες (μέθοδοι διδασκαλίας & εφαρμογή τους)
  • εκροές (μαθησιακά αποτελέσματα).

β) Οι συνθήκες πάνω στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα, έχουν σαφώς διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν.

Η παγκοσμιοποίηση, η εξέλιξη της τεχνολογίας, οι δημογραφικές και περιβαλλοντικές αλλαγές και οι συνέπειες τους, είναι τα γενεσιουργά αίτια μεταβολών του πλαισίου χαρτογράφησης των εθνικών και - σε ότι αφορά τη χώρα μας- Ευρωπαϊκών στρατηγικών συντεταγμένων ανάπτυξης.

Οι σύγχρονες χώρες και οι κυβερνοχώροι τους (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση) καλούνται να απαντήσουν στο διακύβευμα:

  • Ποιες είναι εκείνες οι πολιτικές στο χώρο της Εκπαίδευσης που πρέπει να εφαρμοστούν ώστε να συμβάλλουν ουσιαστικά στην εγκαθίδρυση ενός οικονομικού μοντέλου, που με κύριο μοχλό την ανάπτυξη, θα συμβάλλει –κι εκείνο με τη σειρά του- στην καταξίωση και ευημερία της κοινωνίας των πολιτών;

Αυτό είναι και το νόημα και η κεντρική ιδέα, θα λέγαμε, που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση στην εκπόνηση ενός σχεδίου με στόχο την κοινωνική συνοχή που θα συνοδεύεται από βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με ποιοτικούς όρους (Συνθήκη της Λισσαβόνας).

Στοιχεία αυτής της στρατηγικής είναι:

  1. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας
  2. Η προαγωγή της καινοτομίας &
  3. Η προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των πολιτών.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι σύγχρονες πολιτικές που τίθενται σε εφαρμογή περιλαμβάνουν στο σχεδιασμό τους τον όρο «ποιότητα» ως το βασικό εργαλείο εφαρμογής πολιτικών ανάπτυξης ενός οικονομικού περιβάλλοντος ικανού να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η σχέση μεταξύ της εκπαίδευσης-κατάρτισης και της οικονομίας είναι αμφίδρομη και αναλογική ως προς τα αποτελέσματα (μαθησιακά- αναπτυξιακά).

Τα προϊόντα που πρόκειται να "παραχθούν" από ένα δυναμικό και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, και που συνδέονται άμεσα με τους πόρους και τις εισροές του οικονομικού συστήματος, -κατά μία έννοια- είναι ικανά να λειτουργήσουν ως αντίδοτο σε περιβάλλοντα οικονομικής κρίσης, σαν και αυτό που βιώνουμε σήμερα.

Η ποιότητα στην εκπαίδευση προσδιορίζεται από την μέτρηση απόδοσης των σχολείων και την ικανοποίηση των αποδεκτών, με απώτερο στόχο την βελτίωση των υποδομών και των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, μέσα από ένα πλαίσιο στρατηγικών σχεδίων, τακτικών, προγραμματισμού και υλοποίησης (Κριεμάδης κ.α 2012).

Για την επίτευξη των στόχων αυτών υπογραμμίζεται η ανάγκη ανάπτυξης στενότερων δεσμών μεταξύ όλων των μορφών και πλαισίων μάθησης, δημιουργίας συστημάτων εφαρμογής κοινών εργαλείων και χρήσης μηχανισμών διασφάλισης της ποιότητας, η οποία μπορεί να λειτουργεί ως μοχλός εξισορρόπησης των συνιστωσών ανάπτυξης.

«..... η ποιότητα πρέπει να αποτελέσει στοιχείο του εκπαιδευτικού μας συστήματος, να αποκτήσει συνέχεια στην εκπαιδευτική διαδικασία και πράξη και να αντανακλά την κουλτούρα και το μοντέλο της παιδείας των πολιτών». ( Ήργης & Μακρή, 2009).

Ωστόσο, οι στρεβλώσεις που ενδεχόμενα μπορεί να παρεισφρήσουν στο σχεδιασμό αυτού του μοντέλου που είναι συνυφασμένο με την «αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών πολιτικών με τις αντίστοιχες της οικονομίας», είναι και ο ενδεχόμενος κίνδυνος μετάλλαξης και μετασχηματισμού του σε σύστημα με αρνητικό πρόσημο.

Και τότε:

Η μάθηση και η γνώση –ως προϊόντα- εμπορευματοποιούνται, με συνέπεια την εμβολή και διάσπαση του κοινωνικού ιστού και αφαίμαξη των στοιχείων συνοχής του, και δομικά υλικά του όπως η παιδεία, η μόρφωση, η εθνική ταυτότητα, η ιστορία & ο πολιτισμός, αποδομούνται.

Έτσι η εκπαίδευση, υπάρχει το ενδεχόμενο να μετατραπεί από συγκριτικό κοινωνικό πλεονέκτημα, σε υποχείριο μιας εν δυνάμει οικονομικής ολιγαρχίας που θα την προσαρμόσει- ως υπηρέτη- στις ανάγκες της αύξησης του πλουτισμού της.

Κατά συνέπεια καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να εξασφαλιστούν εκείνες οι προϋποθέσεις και να υιοθετηθούν εκείνες οι πολιτικές που θα λειτουργήσουν ως ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να αποτραπεί η αρνητική αυτή εξέλιξη.

Συμπερασματικά, το μέλλον και η συνεισφορά της ποιότητας στο χώρο της εκπαίδευσης και της οικονομίας (πυλώνες ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών) εξαρτάται από την υποστήριξη καινοτόμων προσπαθειών και δράσεων και την ανεμπόδιστη έκφραση της ελεύθερης και ανοιχτής επικοινωνίας.

Τότε και μόνο τότε, χωρίς αποκλεισμούς και παρενθέσεις και σε κλίμα συνεργασίας, δημοκρατίας και ειλικρινών προθέσεων, δύναται να επιτευχθούν αξιόπιστα, ωφέλιμα και πολυεπίπεδα αποτελέσματα κοινωνικής ανάπτυξης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ζαβλανός, Μ. (2006): Η ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες και στα προϊόντα. Εκδόσεις: Σταμούλη

Ήργης, Α., Μακρή, Ό. (2009): Ολική ποιότητα και ποιότητα εκπαίδευσης στα Ελληνικά δημόσια σχολεία.

Ιορδανίδης, Γ. (1998): Σχολεία και Βιομηχανικοί ή Εμπορικοί Οργανισμοί: ομοιότητες και διαφορές. Νέα Παιδεία- Κείμενα Παιδευτικού προβληματισμού. τ85, 130-137.

Κριεμάδης, Θ., Θωμοπούλου, Ι., (2012): Διοίκηση σχολικών μονάδων με έμφαση στη ποιότητα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

28/04/2024. Επιμέλεια δικτυακού τόπου: Σταμάτη Λαμπρινή, MSc in Advanced Information Systems
2012 ΙΕΚ Πρέβεζας

©